- μήνυτρα
- μήνῡτρα , μήνυτρονreward for informationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Вознаграждение — • Μήνυτρα, награда, дававшаяся за доставление убежавшего раба, или награда, назначавшаяся от государства за уведомление о тяжком преступлении, как, напр., по случаю процесса о гермокопидах. ср. Index, Индекс … Реальный словарь классических древностей
СОСТРА — • Σω̃στρα = Μήνυτρα, см. Вознаграждение … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ηλιομηνύτρα — η αυτή που προμηνύει την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μηνύτρα (< μηνύω)] … Dictionary of Greek
κακομηνύτρα — η αυτή που προφητεύει κακά, που αναγγέλλει συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μηνύτρα (< μηνύω)] … Dictionary of Greek
μήνυτρον — μήνυτρον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ μήνυτρα α) χρηματικές αμοιβές για μήνυση, δηλαδή για πληροφορία που δόθηκε β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη σύλληψη επικηρυγμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τρον (πρβλ. κάλυπ τρον, μέ τρον] … Dictionary of Greek